- ὑπεργανάει
- ὑπεργᾰνάει (sic, [ per.] 3sg.), prob.A exults much, Sch.Pi.Pae.3.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεργανάει — Α υπεραγάλλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γανῶ, άω «χαίρομαι, λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek